- επιτελής
- -ές (Α ἐπιτελής, -ές)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ.1. στρατιωτικός που είναι μέλος τού επιτελείου2. βοηθός ταγματάρχη τού πεζικού ή μοιράρχου τού ιππικού3. αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη κόμματος, οργανισμού ή κινήσεωςαρχ.1. τέλειος («ἐπιτελής δ’ εἴη ἡ εὐχή», Πλάτ.)2. (για γυναίκα) η ώριμη για γάμο3. αυτός που οδηγεί στην εκπλήρωση, στην ολοκλήρωση4. αυτός που υπόκειται σε φορολογία.επίρρ...ἐπιτελῶς και -έως (Α)επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-τελής (< τέλος «σκοπός»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α-τελής, νομο-τελής). Ο νεοελλ. τ. με τη σημασία «αξιωματικός, στρατιωτικός» είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. επι-τέλλω / -ομαι «διατάσσω, παραγγέλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.